- αμάρευμα
- ἀμάρευμα, το (Α) [ἀμαρεύω](και μτφ.) το ακάθαρτο νερό τών οχετών, βούρκος, βόρβορος2. οχετός λόγων, αισχρολογίες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀμαρευμάτων — ἀμάρευμα foul water carried off by drain neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμαρεύματα — ἀμάρευμα foul water carried off by drain neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμαρεύω — ἀμαρεύω (Α) 1. μεταφέρω το νερό με οχετό για άρδευση, αρδεύω 2. αποχετεύω ακάθαρτα νερά με υπόνομο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμάρα. ΠΑΡ. αρχ. ἀμάρευμα] … Dictionary of Greek
ԱՄԱԺԱՆԴ — (ի, ից.) NBH 1 0051 Chronological Sequence: 6c գ. ԱՄԱԺԱՆԴ կամ ԱՄԱԺԱՆՏ որպէս յն. ἁμάρευμα sordes per cloacam difluens. Աղտեղութիւն ժանտ ʼի դուրս ամացեալ. յաւելուած որովայնի. աւելորդք աղբոյ. կերիզ. *Դարձոյց զգայութեանն յետս կոյս զելս գնացից առուացն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)